- συμφωνούντως
- συμφων-ούντως, Adv.A in harmony with,
σ. ἑαυτῷ λέγειν Pl.Lg.662e
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. ἑαυτῷ λέγειν Pl.Lg.662e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφωνούντως — in harmony with indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνούντως — Α επίρρ. συμφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφωνῶν, οῦντος τού συμφωνῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek